- ἐλάφια
- ἐλάφιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα ομοιόθερμα ζώα των βορειότερων, άρα και πιο ψυχρών περιοχών είναι γενικά πιο μεγαλόσωμα από τα ζώα του ίδιου είδους… … Dictionary of Greek
Κεμήλιος — Κεμήλιος, ὁ (Α) πιθ. προσωνυμία τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς «μικρό ελάφι», πιθ. λόγω τών δερμάτων από ελάφια που ο Διόνυσος εθεωρείτο ότι φορούσε. Δεν φαίνεται να ευσταθεί η σύνδεση τής λ. με το κειμήλιον] … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… … Dictionary of Greek
αλαφοκυνηγώ — και λαφοκυνηγώ ( άω) κυνηγώ ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγώ] … Dictionary of Greek
αστρομέτωπος — η, ο αυτός που έχει άστρο στο μέτωπό του (για ζώα που έχουν σημάδι λευκό σε σχήμα άστρου στο μέτωπο) («αστρομέτωπα ελάφια, άλογα», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ελαφοκτόνος — ο (AM ἐλαφοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ελάφια (επίθ. τής Αρτέμιδος) … Dictionary of Greek